“To labor in Art for any reason other than love is prostitution”
(Το να εργάζεσαι στην Τέχνη, για οποιονδήποτε άλλο λόγο εκτός από την αγάπη είναι πορνεία)
-Steven Pressfield, The War of Art
"Patience"/ "Υπομονή" (mixed media) του Φώτιου Μπάλα, 2015. Το έργο του καλλιτέχνη δεν σχετίζεται ευθέως, με το περιεχόμενο του άρθρου: ωστόσο, αντικατοπτρίζει με υποδειγματικό τρόπο, την άποψη του γράφοντος για το τι πραγματικά είναι η Τέχνη. |
Στο δοκίμιό του για την τέχνη, o Τολστόι θέτει το ερώτημα, "Τι είναι τέχνη;”. Απαντά ο ίδιος διατυπώνοντας την άποψη ότι πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι η τέχνη είναι η ομορφιά, και καλούμε την ομορφιά αυτό το οποίο μας δίνει μια ιδιαίτερη το είδος της ευχαρίστησης. Στην αντικειμενική έννοια, λέμε ότι κάτι εμφορείται από την απόλυτη ομορφιά, και αναγνωρίζουμε ότι είναι έτσι μόνο και μόνο επειδή έχουμε λάβει, από αυτή την τελειότητα, ένα ορισμένο είδος της ευχαρίστησης. Το είδος της ευχαρίστησης που λαμβάνουμε από την ομορφιά είναι αυτό που μας ευχαριστεί, χωρίς να θυμίζει την επιθυμία μέσα μας. Θα μπορούσαμε να προσπαθήσουμε να βρούμε έναν ορισμό της τέχνης με βάση την ομορφιά, την οποία θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε όλες τις παραγωγές της τέχνης για να δούμε αν ανήκαν στη σφαίρα της τέχνης ή όχι. Αλλά όλες οι προσπάθειες για να καθορίσουν την απόλυτη ομορφιά έχουν αποτύχει.
Η Αισθητική έχει επιχειρήσει να εργαστεί αντίστροφα, δηλαδή να αναγνωρίσει μία λίστα με εγκαθιδρυμένα έργα τέχνης, και στη συνέχεια να βρει μια θεωρία για να τα χωρέσει. Κατά καιρούς έχουν εκφραστεί ποικίλες απόψεις:
1. Η τέχνη είναι μια δραστηριότητα που προκύπτει ακόμη και στο ζωικό βασίλειο, πηγάζοντας από τη σεξουαλική επιθυμία και την τάση για παιχνίδι (Schiller, Δαρβίνος Spencer).
2. Η τέχνη είναι μια εξωτερική εκδήλωση με τη βοήθεια των γραμμών, τα χρώματα, τις κινήσεις, ήχους ή λέξεις, των συναισθημάτων αισθητή από τον άνθρωπο. (Veron)
3. Η τέχνη είναι η παραγωγή κάποιου μόνιμου αντικείμενου ή μιας προσωρινής δράσης, το οποίο είναι εφοδιασμένο όχι μόνο να παρέχει μια ενεργή απόλαυση στον παραγωγό, αλλά για να μεταδώσει μια ευχάριστη εντύπωση σε έναν αριθμό θεατών ή ακροατών, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε προσωπική πλεονέκτημα να είναι που προέρχεται από αυτό. (Sully)
Ο πρώτος ορισμός είναι ανακριβής, διότι αντί να μιλάμε για την ίδια την ανθρώπινη δραστηριότητα, μιλάμε μόνο για την προέλευση της. Η δεύτερη είναι ανακριβής, διότι ένας άνθρωπος μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματά του μέσω των γραμμών χρωμάτων κλπ, και όμως δεν μπορεί να ενεργεί για άλλους με την έκφραση του, οπότε το αποτέλεσμα δεν είναι τέχνη. Ο τρίτος ορισμός είναι ανακριβής, επειδή κατά την παραγωγή των αντικειμένων ή των ενεργειών που παρέχουν ευχαρίστηση, ταχυδακτυλουργικά κόλπα ή γυμναστικές ασκήσεις μπορούν να συμπεριληφθούν, που δεν είναι τέχνη. Επιπλέον, η παραγωγή ενός παιχνιδιού που δεν παρέχει ευχαρίστηση στον παραγωγό ή το κοινό, μπορεί ακόμα να είναι ένα έργο τέχνης. Η ανακρίβεια όλων αυτών των ορισμών προκύπτει από το γεγονός ότι, σε όλα αυτά, το αντικείμενο που εξετάζεται είναι η χαρά που μπορεί να δώσει η τέχνη.
Για να οριστεί σωστά η τέχνη, είναι απαραίτητο να πάψει να θεωρείται ως ένα μέσο για την ευχαρίστηση αλλά ως μια προϋπόθεση της ζωής. Υπό αυτό το πρίσμα, βλέπουμε ότι η τέχνη είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους. Ίσως δεν είναι το πιο αναγκαίο γιια την επιβίωση, ή το πιο άμεσο, είναι όμως το τμήμα της επικοινωνίας που μιλά για το αξιακό σύστημα και το αξιολογικό περιεχόμενο. Είναι η έκφραση μέρους αυτού που Είμαι και που Είσαι. Είναι το τμήμα του Εαυτού που ταυτολογείται “μεταξύ μας”, η ταυτότητά μας, όταν η προέλευση μας ίσως διαφέρει, όπως πιθανότατα και ο προορισμός μας.
Κάθε έργο τέχνης προκαλεί το δέκτη για να τεθεί σε ένα ορισμένο είδος της σχέσης, τόσο με τον καλλιτέχνη και όλους όσους λαμβάνουν την ίδια εντύπωση -η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, πόρρω απέχει συνήθως από το να είναι η ίδια σε κάθε άνθρωπο. Ακριβώς όπως τα λόγια μεταδίδουν τις σκέψεις, έτσι και η τέχνη μεταδίδει συναισθήματα, αλλά και μέρος του περιεχομένου της προσωπικότητας που δεν μπορεί να δηλωθεί παρά μονάχα με έναν ολιστικό τρόπο, μέσα από την σχέση του καθενός δέκτη του αντικειμένου ή της πράξης της Τέχνης, με κάθε άλλον. Ορισμένως, ο ένας δέκτης μετέχει των συναισθημάτων/εμπειριών του άλλου.
Συνεπώς, η ταύτιση της ρήσης του Steven Pressfield, με την διατύπωση “η Τέχνη για την Τέχνη” που επανέρχεται από καιρό σε καιρό είναι εντελώς άκυρη, όπως και τα δόγματα που προσπαθούν να την αναδείξουν, από την εποχή του Victor Cousin, που την επινόησε και εξής. Οι συγγραφείς του Αισθητισμού δήλωναν εμφατικά ότι η τέχνη δεν συνδέεται με την ηθική, ότι ο ρόλος οποιασδήποτε μορφής τέχνης είναι να παρέχει εκλεπτυσμένη αισθησιακή ηδονή παρά να εκφράζει ηθικά ή συναισθηματικά μηνύματα, ότι η Τέχνη δεν έχει κάποιο διδακτικό σκοπό, αλλά χρειάζεται απλά να είναι όμορφη. Εξίσου άκυρο είναι ένα ακόμα αξίωμα του Αισθητισμού, αυτό που υποστήριζε ότι η ζωή πρέπει να αντιγράφει την τέχνη. Συμπληρωματικό της πρώτης διατύπωσης, το αξίωμα βλέπει την τέχνη σαν κάτι που βρίσκεται εξωτερικά της ζωής αντί κάτι που είναι μέρος της.
Αντίθετα, η τέχνη πρέπει να γίνεται από αγάπη, ή, τουλάχιστον -και ας μου επιτραπεί η αναδιατύπωση μέσα στην ίδια πρόταση- το εσώτερο κίνητρο του καλλιτέχνη είναι παρόμοιο με το σημείο μηδέν από το οποίο ο καθένας μας εκκινεί για να αγαπήσει. Οποιοδήποτε άλλο σημείο εκκίνησης είναι μηδαμινό, και χαμερπές, όχι για κανέναν άλλο λόγο εξόν από το γεγονός ότι δεν είναι ειλικρινές προς τις προθέσεις του. Πολλά πράγματα στην ζωή μας έγιναν με τέχνη ή περιέχουν τέχνη. Το δύσκολο είναι να είναι τέχνη. Να μην εξυπηρετούν παρά μόνο την άυλη ανάγκη για επικοινωνία του εαυτού με άλλους “εαυτούς”, μια ισχυρή δήλωση που δεν μπορεί να μετουσιωθεί πλήρως κατά οποιονδήποτε άλλον τρόπο.